- ἁλίπλοοι
- ἁλίπλοοςcovered with watermasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενναίω — ἐννιαίω (Α) [ναίω] 1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῑ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.) 2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ. β.… … Dictionary of Greek